2005-2010
Το καλύτερο καλοκαίρι της ζωής μου ήτανε εκείνος ο Ιούνιος του ‘05. Ο μήνας που αγαπούσα όλον τον κόσμο γιατί αγάπησα εσένα. Η στιγμή που ήμουνα πιο ζωντανός από ποτέ αν και όλα γύρω μου ήταν σαν πεθαμένα.
Τότε που βάλαμε ψεύτικο γύψο για να μην πηγαίνεις στη δουλειά και να είμαστε όλη μέρα μαζί. Τότε που στο πρώτο μας ραντεβού σε έψαχνα στο λάθος μαγαζί και νόμιζα πως με έστησες. Τότε που το κινητό μου με πλημμύριζε ευτυχία κάθε που χτυπούσε. Τότε που σκονίστηκαν τα πέδιλά σου και αγόρασα νερό από το περίπτερο και σου έπλυνα τα πόδια καταμεσίς του δρόμου. Τότε που σου έδεσα το μπαλόνι στη ζώνη σου για να μην το χάσεις. Τότε που σου έκανα καφέ και έδεσα μια γραβάτα στο ποτήρι γιατί ήθελες ο καφές να είναι κυριλέ. Τότε που σε κλείδωσα κατα λάθος μέσα στο σπίτι και έκλαιγες σαν μικρό παιδί. Τότε που παίρναμε το βεσπάκι και έχωνες το μουσούδι σου μέσα στο κεφάλι μου και ήταν όλος ο κόσμος δικός μας, γιατί έτσι είναι τούτος ο κόσμος που ζούμε μικρή μου. Ο κόσμος ανήκει στα παιδιά. Τότε που ξαναγίναμε παιδιά. Τότε που ψάχναμε στα περίπτερα να διαλέξουμε παγωτό. Τότε που μου είπες για τον ζαχαρωτό τον φιόγκο της γιαγιάς σου που τον έγλυφες όταν ήσουν μικρή. Τότε που ήθελες να βγάλεις τα παπούτσια μέσα στο αμάξι και εγώ που τρομαγμένος νόμισα ότι ήθελες να κόψω τα μαλλιά μου. Τα μαλλιά μου… Ποτέ δεν την είπες αυτήν την λέξη… Βόστρυχοι… αυτό έλεγες. Ένας αδύνατος κούρος με βόστρυχους. Τότε που τα άφησα όλα πίσω μου και ήρθα για να δούμε μαζί την πανσέληνο στις 19 Αυγούστου.
Και πόσα ακόμα ήρθαν. Οι βόλτες μας, τα δέντρα μας, η θάλασσα, τα κρασιά μας, τα φαγητά μας, το κίτρο μας, ο πάγος σου, ο κρόνος σου, τα σαπούνια μας, τα πιπέρια μας, τα αλάτια μας, τα λάδια μας, τα καλτσάκια που σου πήρα από το σούπερ μάρκετ αλλά εσύ τα είχες πάρει παλιότερα από την λαϊκή, οι καμβάδες σου, τα πινέλα σου, τα μπλογκ μας, τα χαρτάκια που σου άφηνα κάθε πρωί δίπλα στον καφέ. Μην τα πετάξεις ψυχή μου τα χαρτάκια εκείνα, κλείδωσέ τα κάπου να μην τα ξαναδεί το φως αλλά μην τα πετάξεις. Δεν θα ξαναγράψω ποτέ χαρτάκια.
Θυμάσαι που δεν είχαμε ίντερνετ στο σπίτι και πηγαίναμε στο καφέ να ψάξουμε στο google τις απορίες μας; Και μεγάλωνα την ανάλυση της οθόνης για να βλέπεις με τα ματάκια τα δικά σου; Και τα γυαλάκια; Τα γυαλάκια που σου πήρα έπειτα για να βλέπεις καλύτερα; Κόκκινα σαν τα μαλλιά σου και μικρά σαν την μυτίτσα σου. Και που δεν πήγαμε; Και τι δεν κάναμε; Στο Ρούπελ δεν ήταν γραφτό να πάμε ποτέ αλλά πήγαμε στο Σιδηρόκαστρο… Και πόσο σου άρεσε ψυχή μου…
Τον Albinoni τον θυμάσαι; Τότε που σου τηλεφώνησα να τον ακούσεις και με μάλωσες. Για καλό το έκανα όμως…
Καλά το είπες ψυχή μου. Εμείς είμαστε σαν τα πουλιά, δε τσακωθήκαμε ποτέ. Γιατί να χωρίσουμε; Τα πουλιά ψυχή μου ζούνε λίγο. Και να μην πεθάνουν, τα πυροβολούν.
Μην μου κρατάς κακία αγάπη μου που φεύγω. Πρέπει να φύγω. Εσύ το ξέρεις πιο καλά από μένα. Δεν γίνεται αλλιώς. Να ήξερες μόνο πως φοβάμαι. Φοβάμαι μόλις παίρνει και νυχτώνει, φοβάμαι τη σκιά μου, φοβάμαι μήπως το Όχι του Καβάφη βγει ψεύτικο, γιατί πιο πολύ και από τις ιδανικές φωνές και αγαπημένες εκείνων που πεθάναν, φοβάμαι τις φωνές εκείνων που είναι χαμένοι για μας σαν τους πεθαμένους.
Και να γινότανε μέσα στη ζάλη μου, μες τον δυστυχή τον ύπνο μου, να ερχόσουν να μου δώσεις ένα φιλί ρουφηχτό τόσο ζεστό που να μου πάρει όση πνοή μου απόμεινε και να κοιμηθώ για πάντα στην αγκαλιά σου, και να πετάξω ψηλά να πεταρίσει η ψυχή μου ως τα σύννεφα, και από εκεί ψηλά θα είμαι πάντα κοντά σου και όταν φοβάσαι να τρέχεις και να κουρνιάζεις κάτω από τα φτερά μου να μην μπορεί να σου κάνει κανείς κακό.
Γεια σου μικρό μου ανθρωπάκι.
Γεια σου σουσουδάκι, μικρή μου μάγισσα μπαχλεβίτσα.
Γεια σου Μιμίκο μου.
Σε φιλώ. Με όση πνοή που απόμεινε τούτο το βράδυ.